«Γεώργιος Βιζυηνός, το πονεμένο παιδί»
Εξετάζοντας το θέμα, ο μελετητής Βαγγέλης Αθανασόπουλος [1] επιβεβαιώνει την εικόνα του συγγραφέα με την παιδική ψυχή αναφερόμενος στη νοσηλεία του Βιζυηνού στο Δρομοκαΐτειο, «όταν όλοι όσοι τον επισκέπτονταν ένιωθαν να βρίσκονται μπροστά σ’ ένα απονήρευτο παιδί». Ένα υπερευαίσθητο παιδί έτοιμο να εκφράσει το παράπονό του, κάτι που σύμφωνα με τον μελετητή «αποτελούσε δείγμα κοινωνικής ωριμότητας που δεν διέθεταν οι υπόλοιποι ενήλικες της εποχής του».
Με τα παιδικά του τραγούδια και αφηγήματα ο Βιζυηνός νοσταλγεί τη χαμένη του παιδική ηλικία επιχειρώντας όψιμα να παίξει με τα παιδιά, χαρίζοντάς τους την ανεπιτήδευτη και αφελή χαρά που ο ίδιος δεν κατάφερε να απολαύσει λόγω των οικογενειακών του συμφορών. Ορφανός από τα πέντε του από πατέρα (ο οποίος τον αποκαλούσε «το δυστυχισμένο» του) αναγκάστηκε από πολύ μικρός να μπει στη βιοπάλη.
______________________________
Γ. Βυζηνού
- Η μάννα
Φουρτούνιασεν η θάλασσα
και βουρκωθήκαν τα βουνά,
είναι βουβά τ' αηδόνια μας
και τα ουράνια σκοτεινά
κι η δόλια μου ματιά θολή,
παιδί μου, ώρα σου καλή!
Βουίζει το κεφάλι μου
σαν του χειμάρρου τη βοή,
ξηράθηκαν τα χείλη μου
και μου εκόπηκι η πνοή
σ' αυτό το ύστερο φιλί,
παιδί μου, ώρα σου καλή!
Να σε παιδέψει ο πλάστης μου,
καταραμένη ξενιτιά,
μας παίρνεις τα παιδάκια μας
και μας αφήνεις στη φωτιά,
και πίνουμε τόση χολή
όταν τα λέμ' "ώρα καλή!".
- Το παιδί
Φυσά βοριάς, φυσά θρακιάς, γεννιέται μπόρα φοβερή!
με παίρνουν, μάννα, σα φτερό, σαν πεταλούδα τρυφερή,
και δεν μπορώ να κρατηθώ,
μάννα μην κλαις, θα ξαναρθώ.
Βογγούν του κόσμου τα στοιχειά, σηκώνουν κύμα βροντερό!
θαρρείς ανάλυωσεν η γη, και τρέχ' η στράτα, σα νερό,
και γω το κύμα τ' ακλουθώ,
μάννα μην κλαις, θα ξαναρθώ.
Όσες γλυκάδες και χαρές μας περεχύν' ο ερχομός,
τόσες πικράδες και χολές μας δίν' ο μαύρος χωρισμός!
Ωχ! Ας ημπόργα να σταθώ...
μάννα μην κλαις, θα ξαναρθώ.
Πλάκωσε γύρω καταχνιά κι ήρθε στα χείλη μ' η ψυχή!
Δος με την άγια σου δεξιά, δος με συντρόφισσαν ευχή,
να με φυλάγη, μη χαθώ,
μάννα, μην κλαις, θα ξαναρθώ.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός, γιος του πραματευτή Μιχαλιού και της Δεσποινιώς (ή Μιχαλούς ή Μιχαλιέσσας) γεννιέται στις 8 του Μάρτη 1849, μέρα Δευτέρα, στη Βιζύη (Βιζώ ή Βίζα) της Ανατολικής Θράκης και πέρασε τα πρώτα του χρόνια μέσα στη φτώχεια ανάμεσα σε βοσκούς και ξωμάχους. Έναν χρόνο μετά τη γέννησή του έρχεται στον κόσμο η δεύτερη αδελφή του Αννιώ που πεθαίνει μικρή από βαριά αρρώστια. Η πρώτη του αδελφή Άννα είναι το μωρό που το πλάκωσε η Δεσποινιώ («Το αμάρτημα της μητρός μου»).
Γεώργιος Βιζυηνός - Ὁ Κόδρος
[Ἔργο τοῦ 1874. Ἀπόσπασμα, ἀπὸ
τὴν ἔκδοση
Τὸ τέλος τοῦ παραμυθιοῦ ἢ ἡ ἀρχὴ τοῦ ὀνείρου, Ἑρμῆς 2001]
Τὸ τέλος τοῦ παραμυθιοῦ ἢ ἡ ἀρχὴ τοῦ ὀνείρου, Ἑρμῆς 2001]
Ὁ Φοῖβος τέμνων μὲ λάμπον βῆμα
καθαρομέτωπον οὐρανόν,
φλογῶδες σκάφος ἐλαῦνον κῦμα
εἰς σαπφειρώδη ὠκεανόν,
τὴν ὑπερήφανον ἤδη πτῆσιν
πρὸς τὴν ροδόχρουν ἔκλινε δύσιν.
Χρυσαὶ ἀκτῖνες ἐπιφωτίζουν
τὰς κορυφώσεις τοῦ Ὑμηττοῦ
καὶ τὸ φαλάκρωμα καλλωπίζουν
τοῦ λιθοστέρνου Λυκαβηττοῦ.Πλὴν μάτην πλέον ἐναντιοῦται
τοῖς Δωριεῦσιν ὁ Ἰλισσός.
Ματαίως ἄπελπις ἐξογκοῦται
καταφερόμενος περισσός.
Τῇ ἀποφάσει της ἐπιμένει
ἀδυσωπήτως ἡ Εἱμαρμένη.
Λοιπὸν μὲ βίαν αὐτοὶ μεγάλην
τὴν μίαν ὄχθην του παραιτοῦν
καί, διαβάντες ἐπὶ τὴν ἄλλην,
τὸ προστυγχάνον λεηλατοῦν.
Εἰς δὲ τὴν πόλιν οἱ Ἀθηναῖοι,
ἐν τῇ πλατεῖᾳ τῆς ἀγορᾶς,
ὅπως περίφοβοι, ὅταν πνέῃ
τοξεύων χάλαζαν ὁ βορρᾶς,
εἰς τοὺς σηκούς των οἱ ἄρνες τρέχουν,
τῷ Μελανθίδῃ τὸν νοῦν προσέχουν.
Ἐκεῖνος, σκῆπτρον κρατῶν εἰς χεῖρας,
θνητὸς πλὴν ὅμοιος μὲ Θεόν,
ἐκ τῶν ὀμμάτων βάλλων σπινθῆρας,
τοιαῦτα λέγει πρὸς τὸν λαόν.
«Ὄχι. Δὲν ἔχει ὀρθῶς τὸ ρῆμα,
εἰς ὃ πιστεύουσιν οἱ θνητοί,
ὅτι τοῦ βίου τυφλὴ τὸ νῆμα
τῆς Εἱμαρμένης ἡ χεὶρ κρατεῖ.
Σπουδαία γνώμη φαίνετ᾿ ἐκείνη.
Σὺν Ἀθηναίῃ καὶ χεῖρα κίνει.
Ἐὰν τὸν Ξάνθον δὲν ἀπησχόλει
τοῦ Κόδρου ἔνοπλος ὁ πατὴρ
θὰ τὸν ἐφόνευε; Καὶ τῇ πόλει
θ᾿ ἀπεκαλεῖτο ἄναξ σωτήρ;
»Δυὸ τὰ πάντα διέπουν τύχαι,
διπλοῦς τοῦ βίου μας βασιλεύς,
διπλὴν τὴν μοῖραν, λέγουσιν, εἶχε
καὶ ὁ τῆς Θέτιδος Ἀχιλλεύς.
Δὲν ἔχουν ταῦτα μικρὰν ἀξίαν;
Λοιπὸν ἀκούσατε τὸν Λοξίαν.
Ἢ σεῖς, δεσπόται τῶν Ἀθηναίων,
προβαλλομένων κάραν δειλήν,
ἢ κεῖνοι τρόμος τῶν Δωριέων,
ἀποκοπέντες τὴν κεφαλήν.
»Αὐτὰ ἐτραύλισεν ἡ Πυθία
πρὸς τοὺς ἀγνώμονας Δωριεῖς,
ὅταν ἠρώτων, ἡ ἀδικία
ἐὰν ἀρέσκῃ καὶ τοῖς θεοῖς.
Αὐτὰ αἱ πτέρυγες τῆς φιλίας
κατ᾿ ἐπινεύσεις φέρουσι θείας·
καὶ ὁστισδήποτε τὰ μανθάνῃ
τοιουτοτρόπως τὰ ἐξηγεῖ.
Ἢ τὴν ζωήν του ὁ Κόδρος χάνει
ἢ ταῖς Ἀθήναις ὑποταγή».
Ὅπως ὁ ἄνεμος εἰς τὰ δάση,
ὀξὺν ἀθρόον ἐπιρρυεῖς,
τὴν ἡσυχίαν διαταράσσει,
σείων τοὺς κλάδους μετὰ βοῆς,
οὕτω ταράσσει τοὺς Ἀθηναίους
μὲ δυὸ λόγους, τοὺς τελευταίους.
Ὡς ὀγκουμένη τοῦ πόντου πλάτη,
ἀνακινεῖται ἡ ἀγορά,
βοὴ δ᾿ ἐγείρεται αὐτομάτη,
συγκεχυμένη καὶ θλιβερά.
Ἀλλὰ τὴν χεῖρα γλυκὺς ἀπλώσας
ὁ Μελανθίδης πρὸς τὸν λαόν,
σιγὴν ἐπέβαλεν εἰς τὰς γλώσσας,
ἐγείρων μέτωπον ἀγλαόν.
Μὲ νεῦμα μόνον καὶ λέξιν μίαν
παντοῦ ἐπέχυσεν ἠρεμίαν.
Οὕτως ἡ Νύμφη Κυματολήγη
χύνει μειδίαμα ἐλαφρὸν
καί, ὑπακούσας ὁ πόντος, λήγει
καὶ τῶν κυμάτων καὶ τῶν ἀφρῶν.
Ἐξηκολούθησ᾿ ὁ Μελανθίδης,
πατὴρ πρὸς τέκνα δημηγορῶν.
«Τοιαῦτα εἶπεν ὁ Λητοΐδης,
περὶ δικαίων ὀλιγωρῶν·
πλὴν ὑπὸ ταῦτα τὰ θεῖα ἔπη
τὴν ἄλλην ἔννοιαν τὶς δὲν βλέπει;
Ἢ ζῇς ἀδόξως, ὦ Κόδρε, λέγει,
ἤ, ἀποθνῄσκεις μετὰ τιμῆς.
Δυὸ μοιραίας ὁδοὺς προλέγει
ἵνα τραπῶμεν μίαν ἡμεῖς.
»Ἐγὼ δ᾿ ἐνδόξων ἡρώων γόνος
ἐκείνους ἔχων ὑπογραμμόν,
δὲν ὑπεραίρομαι, ὡσεὶ μόνος
τὴν εὐδοξίαν ὑπερτιμῶν.
Τὸ φῶς ὁ ἥλιος τῇ σελήνῃ·
τὰς ἀρετάς των ἡμῖν ἐκεῖνοι·
ἐγὼ δέ, πᾶσι μεταβιβάζων
φιλοπατρίας μαρμαρυγήν,
ποθῶ τὴν δύσιν, ἀστὴρ αὐγάζων
ἐπ᾿ ἐλευθέραν εἰσέτι γῆν.
»Ὑπὲρ γονέων, παίδων, πατρίδος,
εἶναι ὁ θάνατος ἑορτή·
ἐπ᾿ ἐλευθέρας πίπτουσ᾿ ἀσπίδος,
δὲν ἀποθνῄσκει ἡ ἀρετή.
Εἶναι τῶν δούλων πικρὸς ὁ βίος·
πλὴν ζῇ ὁ Ἥρως ἢ πίπτει θεῖος.
Καὶ ἂν κατεῖχον ψυχὰς μυρίας,
παρὰ τὴν φύσιν τῶν γηγενῶν,
ὑπὲρ τῆς φίλης ἐλευθερίας
θὰ τὰς ἐκίρνων τῶν Ἀθηνῶν».
Δὲν εἶχε παύσει, καὶ ἐπ᾿ ἀσπίδος
ὁ ἥρως Μέδων ἀνορθωθείς,
ὅπως ἐγείρετ᾿ ἐκ τῆς παγίδος
ὀρνέων ἄναξ ἀπολυθείς,
εἶπεν. «Ὁ γέρων, δὲν εἶν᾿ αἰσχύνη,
ἀντὶ τῶν νέων αἷμα νὰ χύνῃ;
Ὁποία δόξα θὰ περιβάλῃ,
τὶς ὑπολήπτεται τὸν υἱόν,
ὃς ἀντὶ ξίφους δειλός, προβάλλει
στῆθος γεννήτορος πολιόν;
»Ζητοῦν Σωτῆρα των αἱ Ἀθήναι
τὴν ἐστεμμένην των κεφαλήν·
ὁ Μέδων σπλάγχνον σου μὴ δὲν εἶναι;
Ψυχὴν ὁ Μέδων ἔχει δειλήν;
Αὐτὸν ἡ χείρ σου πρὶν ἢ νυκτώσῃ
διάδοχόν σου ἂς ὑψώσῃ.
Ἐγὼ δέ, πίπτων πρὸ τοῦ πατρός μου,
νόμιμος ἄναξ τῶν Ἀθηνῶν,
διὰ τοῦ ρέοντος αἵματός μου
ἐξιλεώνω τὸν οὐρανόν».
Ὡς εὐφημίαν ἄκων ἐκβάλλει
ἀπὸ τὸ στόμα πᾶς θεατῆς,
ὅταν ἀντίπαλον καταβάλλῃ
ἐν τοῖς ἀγῶσιν ὁ παλαιστής,
οὕτω τὸν Μέδοντα εὐφημοῦσι.
Θέλουν ὁ γέρων νὰ ὑπακούσῃ.
Ἀλλ᾿ ἀναβλέψας φαιδρὸς ἐκεῖνος
πρὸς τὸν δακρύσαντ᾿ αὐτοῦ υἱόν,
«Μάθε, τῷ εἶπε, πῶς ἀκινδύνως
δὲν θ᾿ ἀπατήσῃ τις τὸν Θεόν.
»Θέλει τὸ θεῖον τὰς ἐντολάς του
νὰ ἐκτελῶμεν μετὰ χαρᾶς,
καὶ τὰς καρδίας εἰς τὰς βουλάς του
θέλει νὰ κλίνωμεν καθαράς.
Τὴν ἀρετήν σου ἀναγνωρίζω·
τὰς εὐλογίας μου σοὶ χαρίζω·
πλὴν περισσότερος δὲν μᾶς μένει
πρὸς κατανάλωσιν ὁ καιρός.
Πᾶς Ἀθηναῖος ἂς ἀναμένῃ
τὴν σωτηρίαν του σταθερός».
Τοῦ Φοίβου δύοντος ἀπεχώρει·
κι ἰδοὺ μετέωρον φωτεινόν,
διολισθαῖνον ἀνὰ τὰ ὄρη,
ἐγκαταλείπει τὸν οὐρανόν.
Τὸν ἠκολούθησεν ὁ υἱός του,
τὸν ἠκολούθησεν ὁ λαός του,
ὅπως τὰ πρόβατα τὸν ποιμένα
μὲ κεκλιμένας τὰς κεφαλάς,
ἐνῷ τὴν Φοίβην ἡ νὺξ ἐγέννα
πρὸς ὠχριώσας ἀνατολάς.
Ο Βιζυηνός έχει πλέον γίνει «άλλος άνθρωπος». Ως μαθητής του φιλοσόφου Lotze και του ιστορικού της Φιλοσοφίας Zeller, μελετητής του Νίτσε και βραβευμένος εκ νέου στον Βουτσιναίο διαγωνισμό με τη συλλογή του Άραις μάραις, κουκουνάρες (1876) –η οποία θα μετονομαστεί αργότερα Βοσπορίδες αύραι– εμπνέει τον θαυμασμό και τον σεβασμό. Την ίδια εποχή δημοσιεύεται στη Διάπλαση των παίδων του Γρηγορίου Ξενόπουλου το πρώτο του διήγημα για παιδιά («Ο Άραψ και η κάμηλος αυτού», 1879). Το 1882 τον βρίσκει στην Αθήνα, όπου απαγγέλλει ποιήματά του στον Παρνασσό, στο Παρίσι και στο Λονδίνο, όπου γνωρίζεται με τον σοφό διπλωμάτη Πέτρο Βράιλα-Αρμένη, δουλεύοντας παράλληλα την επί υφηγεσία διατριβή του. Τίτλος της: Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω. Στο μεταξύ δημοσιεύονται τα διηγήματά του «Το αμάρτημα της μητρός μου» (στα γαλλικά στη Nouvelle Revue και στα ελληνικά στην Εστία), «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως», «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου». Οι δημοσιεύσεις του συνεχίζονται στην Εστία («Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», «Το μόνον της ζωής του ταξίδιον») και στην εφημερίδα Ακρόπολη («Πρωτομαγιά»), ενώ η Διάπλαση θα φιλοξενήσει το παιδικό του «Ο Τρομάρας».
Τον επόμενο χρόνο (1885) εκλέγεται Υφηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών διδάσκοντας παράλληλα σε γυμνάσια ψυχολογία και λογική. Λίγο αργότερα (1890) άρρωστος από νόσημα του μυελού βρίσκεται για λουτρά στην Αυστρία. Πλησιάζει ο καιρός που θα εκδηλωθεί το πάθος του για την Μπετίνα Φραβασίλη, μαζί και η φρενοβλάβειά του [2]. Ο Βιζυηνός αρχίζει σιγά σιγά να χάνει τη συνείδηση της πραγματικότητας: «Τόσα χρόνια ανέμελης αποδημίας, τόση εξοικείωση με το πνευματικό κλίμα τόπων πολιτισμένων, άφησαν μέσα του το κατακάθι της πικρής νοσταλγίας. Εδώ στην Αθήνα, δεν μπορεί να γίνει τίποτε. Η επιστημονική ζωή μικρόχαρη λιμνάζει ή σέρνεται. Οι λόγιοι ζουν σε κατάσταση μαρασμού. Φωνάζουν συχνά, πασχίζουν να ξαναγεννήσουν την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, μα οι προσπάθειές τους είναι λειψές και δεν βρίσκουν αντίλαλο στον στείρο περίγυρο. Η μεγάλη γενιά του Παλαμά ετοιμάζεται. Μα, να, μόλις στα 1888, τέσσερα χρόνια πριν αρρωστήσει αγιάτρευτα ο Βιζυηνός, τυπώνεται Το ταξίδι μου του Ψυχάρη, ένας βράχος που πέφτει με πάταγο στον ασάλευτο βάλτο» [3].
Ο συγγραφέας που πέθανε θεωρώντας τον εαυτό του κυρίως ποιητή, θα τελειώσει την ζωή του στο Δρομοκαΐτειο εξαιτίας «προϊούσης γενικής παραλύσεως» και θα κηδευτεί στην Αθήνα με δημόσια δαπάνη (16-4-1896). Τελευταίοι πικροί του στίχοι: «Κι από τότε που θρηνώ / το ξανθό και γαλανό/ και ουράνιο φως μου, μετεβλήθη εντός μου/ και ο ρυθμός του κόσμου!»
Τους επικήδειους θα εκφωνήσουν ο Αριστοτέλης Κουρτίδης και ο Κωστής Παλαμάς. Τον ίδιο χρόνο γεννιέται ο Κώστας Καρυωτάκης. Η Αθήνα βρίσκεται στον παλμό των Ολυμπιακών αγώνων.
Εκπρόσωπος της τελευταίας περιόδου της παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής, ο Βιζυηνός έζησε σε κλίμα ανακατατάξεων, όπου εκείνο που πρωτοστατούσε ήταν κυρίως το λαογραφικό πνεύμα διάχυτο σε όλα τα έντυπα της εποχής. «Όταν το 1876 η Εστία δημοσιεύει σε μετάφραση κάποιο γαλλικό χριστουγεννιάτικο διήγημα, δεν παραλείπει να προτάξει έναν πρόλογο, όπου εξαίρεται η σπουδαιότητα των παραμυθιών και ο ρόλος του Dickens (“Δυστυχώς Κάρολος Δίκενς δεν υπάρχει παρ’ ημίν ίνα διασκευάσει, ίνα καταστήσει ευπρόσωπον την του λαού κληρονομίαν”)» [4]. Όλα τείνουν προς τη δημιουργία ενός νέου γραμματολογικού είδους, του έντεχνου ηθογραφικού διηγήματος [5]. Στα διηγήματά του, ωστόσο, ο Γεώργιος Βιζυηνός επεξεργάζεται κυρίως έναν ρεαλισμό ιδιότυπο με έκδηλη τη ροπή προς την ψυχογραφία. Ό,τι κυρίως τον ενδιαφέρει είναι να αναλύσει και να εξηγήσει τη συμπεριφορά των μυθιστορηματικών χαρακτήρων του με εξαίρεση, ενδεχομένως, το διήγημα «Το μόνον της ζωής του ταξίδιον», όπου παρουσιάζεται ο ψυχικός κόσμος ενός παιδιού [6]. Το παιδί στο έργο του Θρακιώτη συγγραφέα αποτελεί σύμβολο αθωότητας και παράλληλα νοσταλγία μιας παιδικότητας που ο ίδιος δεν ευτύχησε να ζήσει.
Σημειώσεις
[1] Βαγγέλης Αθανασόπουλος (+2011), «“Παράξενα παιδάκια γερασμένα”: η ατελέσφορη παιδικότητα στο έργο του Βιζυηνού και του Καρυωτάκη» στο Οι μάσκες του ρεαλισμού, τόμος Α΄ (Εκδοχές του νεοελληνικού αφηγηματικού λόγου), Καστανιώτης, 2003, σελ. 471 κ.εξ.
[2] Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896), Βασική Βιβλιοθήκη, τόμος 18ος, σελ. 17
[3] Παναγιώτης Μουλλάς, Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά διηγήματα, Εστία, 1998, σελ. λδ’
[4] Π. Μουλλάς, ό.αν. σελ. λδ΄
[5] Βαγγέλης Αθανασόπουλος, ό.αν. σελ. 478
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου