Παρασκευή, Οκτωβρίου 28, 2016

Τα διηγήματα του κόσμου

Abstract Page

Mr. Monroe outwits a bat

Ο κύριος Μόνροου ξεγελά μια νυχτερίδα
 
Μετάφραση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης 

Το ζεύγος Μόνροου άνοιξε το εξοχικό τους κάπως αργά για το καλοκαίρι, επειδή ενοχλητικές ασχολίες τους κράτησαν πολύ στην πόλη. Το μπλεγμένο γκαζόν πρασίνιζε όταν έφτασαν, και το σπίτι είχε μια μυρωδιά ξύλου. Ο κύριος Μόνροου πήρε μια βαθιά ανάσα. «Θα ρίξω έναν ύπνο απόψε που θα είναι όλος δικός μου», είπε. Άλλαξε και φόρεσε παλιά ρούχα, άρχισε να τριγυρίζει εδώ κι εκεί, επιθεωρώντας πόρτες και παράθυρα, σφυρίζοντας εύθυμα. Μετά το δείπνο βγήκε έξω, και κάτω από τον έναστρο ουρανό ρούφηξε τον δροσερό, ευωδιαστό αέρα. Ξαφνικά του ήρθε στ’ αυτιά του μια απότομη τσιρίδα μέσα από το σπίτι – σαν τις τσιρίδες που έβγαζε η γυναίκα του όταν έσπαγε κάποιο φλιτζάνι ή μετά από κάποια άλλη ασήμαντη τραγωδία που συνέβαινε στην κουζίνα. Ο κύριος Μόνροου έσπευσε τρέχοντας προς το σπίτι.
«Αράχνη!», έσκουξε η κυρία Μόνροου. «Ω, σκότωσέ την! σκότωσέ την!». Αυτή πάντοτε θεωρούσε πως μια αράχνη που εύρισκες και δεν σκότωνες, εμφανιζόταν τη νύχτα στο κρεβάτι σου. Πολύ άρεσε στον κύριο Μόνροου να σκοτώνει αράχνες για χάρη της γυναίκας του. Τούτη εδώ πάνω στην πετσέτα του τσαγιού την κοπάνισε με μια εφημερίδα και την έριξε έξω πάνω στο παρτέρι με τις πετούνιες. Ένιωσε ένα αίσθημα ισχύος που μεγάλωσε την ευχαρίστησή του για την εξάρτηση που είχε η γυναίκα του σ’ αυτόν. Έλαμπε ακόμη από τον  θρίαμβό του, νιώθοντας μια ζεστασιά όταν πήγε για ύπνο.
«Καληνύχτα, αγάπη μου», φώναξε με μπάσα φωνή. Η φωνή του πάντοτε γινόταν λίγο πιο  μπάσα απ’ ό, τι συνήθως, μετά από έναν θρίαμβό του.
«Καληνύχτα, καλέ μου», απάντησε η γυναίκα του από το δωμάτιό της.
Η νύχτα ήταν γλυκιά και ξάστερη. Ευχάριστοι τριγμοί ακούγονταν, πάνω – κάτω, σ’ όλο το μήκος της σκάλας. Μερικοί ήχοι έμοιαζαν σαν να περπατούσε κάποιος.
«Φοβάσαι, αγάπη μου;», της φώναξε.
«Όχι, μ’ εσένα κοντά μου», του απάντησε νυσταγμένα. Ακολούθησε μια μακρά, ευχάριστη ησυχία. Ο κύριος Μόνροου άρχισε να βυθίζεται στον ύπνο. Ένας πολύ απειλητικός θόρυβος τον τάραξε από τον ύπνο του, ένα συγκεκριμένο φτερούγισμα, σταθερό, ρυθμικό και επίμονο.Αποτέλεσμα εικόνας για νυχτερίδα
«Νυχτερίδα», μουρμούρισε μονολογώντας.
Στην αρχή δέχτηκε την έλευση της νυχτερίδας με ηρεμία. Φαινόταν πως πετούσε ψηλά προς το ταβάνι. Τόλμησε ακόμη να ανασηκωθεί στηριζόμενος στους αγκώνες του, κοιτάζοντας έντονα μέσα στο σκοτάδι. Όπως όμως σηκώθηκε, η νυχτερίδα, προφανώς από σκέτη κακία, πέρασε ξυστά από το κεφάλι του. Ο κύριος Μόνροου σύρθηκε κάτω από τα σκεπάσματα. Γρήγορα όμως επανέκτησε την ψυχραιμία του κι έβγαλε έξω το κεφάλι του – ακριβώς τη στιγμή που η νυχτερίδα επανερχόμενη στην τροχιά της πέρασε γι’ ακόμη μια φορά ξυστά πάνω από το κρεβάτι. Ο κύριος Μόνροου εσπευσμένα τράβηξε τα σκεπάσματα πάνω από το κεφάλι του. Η νυχτερίδα είχε κερδίσει τον γύρο αυτό.
«Ανήσυχος, καλέ μου;», φώναξε η γυναίκα του μέσα από την ανοιχτή πόρτα.
«Τι;», έκανε αυτός.
«Μα τι συμβαίνει;», ρώτησε αυτή, με κάποια ανησυχία ακούγοντας την πνιχτή φωνή του.
«Όλα εντάξει, όλα καλά», αποκρίθηκε ο κύριος Μόνροου κάτω από τα σκεπάσματα.
«Περίεργα ακούγεσαι», έκανε η γυναίκα του. Ακολούθησε μια παύση.
«Και πάλι καληνύχτα, αγάπη μου», ξεπροβάλλοντας το κεφάλι του από τα σκεπάσματα για να μιλήσει και να το ξαναβάλει μέσα .
«Καληνύχτα».
Τέντωσε τ’ αυτιά του για ν’ ακούσει μέσα από τα σκεπάσματα, αλλά αντιλήφθηκε πως δεν μπορούσε. Η νυχτερίδα εξακολουθούσε να πετάει αδυσώπητα γύρω από το κρεβάτι σε σταθερά διαστήματα. Τότε ο κύριος Μόνροου, μέσα στα ζεστά και πνιγηρά του σκεπάσματα, σκέφτηκε πως ένας αδιάκοπα επαναλαμβανόμενος θόρυβος σε κανονικά διαστήματα θα μπορούσε να σε τρελάνει. Έδιωξε την ιδέ, ή μάλλον προσπάθησε να τη διώξει. Όταν η σταγόνα της βρύσης στάζει στο κεφάλι σου αργά – αργά στακ, στακ, στακ – τώρα πάλι φλαπ, φλαπ, φλαπ –
«Να πάρει!» μονολόγησε ο κύριος Μόνροου. Η νυχτερίδα πετούσε τώρα στο φόρτε της. Πετούσε όλο και γρηγορότερα. Προφανώς προηγουμένως απλά έκανε εξάσκηση. Ο κύριος Μόνροου ξαφνικά θυμήθηκε ένα μεγάλο δίχτυ για κουνούπια που βρισκόταν σε μια ντουλάπα στην άλλη άκρη του δωματίου. Αν μπορούσε να το πάρει και να το τοποθετήσει πάνω από το κρεβάτι του σαν κουνουπιέρα, θα μπορούσε να κοιμηθεί ήρεμα. Έβγαλε τη μύτη του έξω από το σεντόνι, άπλωσε το χέρι του, και στα κλεφτά ψηλάφησε το κομοδίνο ψάχνοντας για τα σπίρτα – ο διακόπτης του ηλεκτρικού απείχε αρκετά μέτρα από το κρεβάτι του. Έβγαλε σιγά – σιγά το κεφάλι του και τους ώμους. Η νυχτερίδα λες και τον περίμενε να κάνει την κίνησή αυτή  και ζουμ – πέρασε ξυστά από το μάγουλό του. Ο κύριος Μόνροου όρμησε βιαστικά πάλι κάτω από τα σκεπάσματα και τα ελατήρια του κρεβατιού έτριξαν απαίσια.
«Τζον;» φώναξε η γυναίκα του.
«Τι τρέχει πάλι;» γκρίνιαξε ο άντρας της.
«Μα τι κάνεις», η φωνή της έγινε απαιτητική.
«Υπάρχει μια νυχτερίδα στο δωμάτιο, μια και το ρωτάς», είπε, «και συνέχεια περνάει και ξύνει τα σκεπάσματα».
«Ξύνει τα σκεπάσματα;»
«Ναι, ξύνει τα σκεπάσματα».
«Θα φύγει», είπε η γυναίκα του. «Πάντα φεύγουν».
«Θα τη διώξω εγώ!» φώναξε θυμωμένα ο Τζον Μόνροου, γιατί ο τόνος της φωνής της ακουγόταν σαν μια μητέρα να καθησυχάζει το παιδί της. «Πώς στη ευχή η αναθεματισμένη νυχτερίδα –» η φωνή του τώρα ακούστηκε αμυδρά γιατί τώρα είχε όλος κουκουλωθεί κάτω από τα σεντόνια.
«Δε σ’ ακούω, αγάπη μου», είπε η κυρία Μόνροου. Έβγαλε έξω το κεφάλι του
«Λέω πόσο θέλουν να φύγουν;» ρώτησε.
«Θα κρεμαστεί από τα πόδια της πολύ σύντομα και θα κοιμηθεί», είπε η γυναίκα του καθησυχαστικά. «Δε θα σου κάνει κακό». Αυτή η τελευταία παρατήρησή της επέδρασε περίεργα στον κύριο Μόνροου. Προς έκπληξή του ανακάθισε στο κρεβάτι, λιγάκι θυμωμένος. Τι φορά αυτή η νυχτερίδα τον άγγισε ξύνοντας, φραπ, τα μαλλιά του.
«Χέι!», τσίριξε.
«Τι έγινε τώρα, καλέ μου;» φώναξε η γυναίκα του. Πετάχτηκε από το κρεβάτι του, τη φορά αυτή εντελώς πανικόβλητος, πήγε τρέχοντας στο δωμάτιο της γυναίκας του, έκλεισε την πόρτα πίσω του, κι στάθηκε εκεί.
«Έλα και πέσε μαζί μου, καλέ μου», πρότεινε η κυρία Μόνροου.
«Θα είμαι εντάξει», απάντησε απότομα. «Απλά ψάχνω να βρω κάτι να τη χτυπήσω για να φύγει. Δε βρήκα τίποτε στο δωμάτιό μου». Άναψε τα φώτα.
«Δεν αξίζει να κουράζεσαι παλεύοντας με μια νυχτερίδα», είπε η γυναίκα του. «Οι νυχτερίδες είναι εξαιρετικά γρήγορες». Του φάνηκε πως είδε ένα λαμπύρισμα ευθυμίας στα μάτια της.
«Κι εγώ είμαι εξαιρετικά γρήγορος», μουρμούρισε ο κύριος Μόνροου, προσπαθώντας να κρύψει το τρέμουλο που τον έπιασε, κι αργά – αργά δίπλωσε μια εφημερίδα σε σχήμα ροπάλου. Με την εφημερίδα στο χέρι, προχώρησε προς την πόρτα. «Θα κλείσω την πόρτα πίσω μου», είπε, «για να μην μπει η νυχτερίδα και στο δικό σου δωμάτιο». Βγήκε έξω, κλείνοντας σταθερά την πόρτα πίσω του. Σύρθηκε σιγανά κατά μήκος του διαδρόμου μέχρι το δωμάτιό του. Περίμενε για λίγο απέξω στήνοντας το αυτί του στην πόρτα. Η νυχτερίδα εξακολουθούσε να πετάει με δύναμη μέσα στο δωμάτιο. Ο κύριος Μόνροου σήκωσε τη διπλωμένη εφημερίδα και την κοπάνισε δυνατά πάνω στο κούφωμα της πόρτας απέξω. «Χραπ!», ακούστηκε ο χτύπος. «Χραπ!», ξαναχτύπησε.
«Την πέτυχες, αγάπη μου;» ακούστηκε αμυδρά η φωνή της γυναίκας του από την κλειστή πόρτα.
«Εντάξει», ξεφώνησε ο άντρας της, «τη φορά αυτή την πέτυχα». Περίμενε αρκετά. Κατόπιν πατώντας στα δάκτυλα των ποδιών του γλίστρησε προς τον καναπέ του διαδρόμου, που ήταν τοποθετημένος ανάμεσα στα δυο δωμάτια, και απαλά, τόσο απαλά, ξάπλωσε πάνω του. Δεν κοιμήθηκε άνετα, διότι έκανε αρκετή ψύχρα. Το χάραμα σηκώθηκε, και βαδίζοντας πάλι ακροποδητί, μπήκε στο δωμάτιό του. Η νυχτερίδα είχε φύγει και ο κύριος Μόνροου το έριξε πλέον στον ύπνο.

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

James Thurber - Wikipedia


Ο Τζέιμς Γκρόβερ Θέρμπερ (1894 - 1961). Αμερικανός ευθυμογράφος και ταλαντούχος καλλιτέχνης, ο οποίος συχνά εικονογραφούσε τα διηγήματά του. Οι ήρωες – μάλλον αντιήρωες – των διηγημάτων του είναι, κατά κανόνα, καταπιεσμένοι, κακοφορμισμένοι και κακόμοιροι χαρακτήρες, κι όμως μας ελκύουν, διότι πολλές φορές ταυτιζόμαστε μ’ αυτούς (Βλέπε Thurber’s Men, Women and Dogs).Αποτέλεσμα εικόνας για Thurber’s Men, Women and Dogs

Αποφθέγματα του Θέρμπερ

  • Είναι καλύτερα να γνωρίζουμε μερικές από τις ερωτήσεις παρά όλες τις απαντήσεις.
  • Ξέρει τα πάντα για την τέχνη, αλλά δεν ξέρει τι του αρέσει.
    • He knows all about art, but he doesn't know what he likes;
    • περ. The New Yorker, 4 Νοεμβρίου 1939, Renewal R398156
  • Το χιούμορ είναι συναισθηματικό χάος που κάποιος αφηγείται σε κατάσταση ηρεμίας.
  • Ας μην κοιτάμε πίσω με θυμό, ούτε μπροστά με φόβο, αλλά γύρω με επίγνωση.
    • In this light let's not look back in anger, or forward in fear, but around in awareness.
    • «Foreword», Lanterns & Lances (1961)
  • Συζήτηση στην Αμερική σημαίνει διαφωνία.
    • Discussion in America means dissent.
    • Lanterns and Lances‎ (1961), σελ. 214
  • Υπάρχουν δύο είδη φωτός - η λάμψη που φωτίζει, και η λάμψη που συσκοτίζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: