Κυριακή, Μαΐου 22, 2016

Από το Είσαι αφράτη σαν φρατζόλα στη Φασουλάδα της Βαλεντίνας

1. Η Βαλεντίνα κι η φασουλάδα

Πηγή: https://sarantakos.wordpress.com, 15 Φεβρουαρίου, 2013


mpourlas9789608480742Χτες ήταν του Αγίου Βαλεντίνου, οπότε σκέφτηκα το όνομα Βαλεντίνα, και βέβαια από εκεί πήγε το μυαλό μου στο ομώνυμο τραγούδι του Γιώργου Μητσάκη, κι έτσι, με έναν άλλο συνειρμό θυμήθηκα ένα βιβλίο που μου άρεσε πολύ και που εδώ και καιρό ήθελα να σας το παρουσιάσω, πράγμα που πρόκειται να κάνω τώρα, μια και βρήκα αφορμή, πολύ περισσότερο που την Κυριακή που μας έρχεται, μεθαύριο εννοώ, δεν θα έχουμε φιλολογικό θέμα όπως συνήθως γίνεται, για λόγους επετειακούς που θα εξηγηθούν αύριο.
Το βιβλίο αυτό έχει τίτλο «Έλληνας, Εβραίος και αριστερός» και το έγραψε ο Μωυσής Μιχαήλ Μπουρλάς, που συγκέντρωνε τις ιδιότητες του τίτλου. Ο Μπουρλάς (1918-2011) έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών, σχεδόν πριν από δυο χρόνια
ένα χρόνο(στις 17 Μαρτίου 2011) και έγραψε αυτή την αυτοβιογραφία το 2000. Από μικρός στο αριστερό κίνημα, δούλεψε τορναδόρος, πολέμησε στην Αλβανία, συμμετείχε στον ΕΛΑΣ με το ψευδώνυμο Βύρων, πέρασε μετά τη Βάρκιζα όλες τις περιπέτειες των αριστερών, με εξορίες στη Μακρόνησο, στην Ικαρία και στον Άι Στράτη. Το 1951, με συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και το νεαρό κράτος του Ισραήλ, δόθηκε η δυνατότητα στους αριστερούς Εβραίους εξόριστους να απελευθερωθούν και να εγκατασταθούν στο Ισραήλ. Ο Μπουρλάς εκεί δούλεψε τορναδόρος, έγινε μέλος του ΚΚ, μοίραζε την ελληνική εφημερίδα του κόμματος στα ελληνικά χωριά των παραλίων του Ισραήλ, αλλά όσο η ΕΣΣΔ προσέγγιζε τις αραβικές χώρες το κλίμα γινόταν όλο και πιο βαρύ για τους κομμουνιστές, ώσπου τελικά με τη γυναίκα του, Ρωσοεβραία, έφυγε το 1967 για τη Σοβιετική Ένωση όπου δούλεψε τορναδόρος σε μια πόλη στα Ουράλια. Μετά τη συνταξιοδότησή του κατεβαίνει στο Σουχούμι, στη σημερινή Γεωργία, όπου διδάσκει ελληνικά και πιάνει επαφή με Ρωσοπόντιους. Με την αποσύνθεση της ΕΣΣΔ και τις συγκρούσεις ανάμεσα σε Γεωργιανούς και Αμπχάζιους η ζωή έγινε δύσκολη για τους ουδέτερους, οπότε ο Μπουρλάς κατεβαίνει στην Ελλάδα το 1990 και με χίλια βάσανα ξαναπαίρνει ελληνική ιθαγένεια το 1999. Ως το τέλος έμεινε ακμαίος και δραστήριος, μάλιστα κατέβαινε και στις δημοτικές εκλογές με το  ψηφοδέλτιο του Τριαντάφυλλου Μηταφίδη (ΣΥΝ).

Το βιβλίο λοιπόν περιγράφει μια ζωή γεμάτη περιπέτειες και βάσανα, που εκτείνεται σε τέσσερις πατρίδες (ο Μπουρλάς γεννήθηκε στο Κάιρο, από ελληνοεβραίους γονείς) και σε εννιά δεκαετίες, ωστόσο ο συγγραφέας και στα χειρότερα βάσανα δεν παραπονιέται αλλά βρίσκει τη φωτεινή αχτίδα που επιτρέπει την αισιοδοξία. Ικανοποιημένος από όσα κατάφερε, δεν το δείχνει ωστόσο, αποφεύγει τους πολλούς αυτοεπαίνους, και δεν διστάζει να περιγράψει και λεπτομέρειες που άλλους θα τους έφερναν σε αμηχανία. Αν το βρείτε (βλέπω ότι είναι διαθέσιμο στο ηλεβιβλιοπωλείο) αξίζει να το διαβάσετε.
Ένα χορταστικό αφιέρωμα στον Μωυσή Μπουρλά και στο βιβλίο του είχε ανεβάσει πέρυσι η φίλη Βασιλική Μετατρούλου, με φωτογραφίες, ένα βίντεο και αρκετά λινκ. Σας το συστήνω οπωσδήποτε. (Μια φίλη με ενημέρωσε και για ένα άλλο ντοκιμαντέρ στην ΕΤ3). Εγώ θα περιοριστώ να αντιγράψω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο, όπου εμφανίζονται η Βαλεντίνα και η φασουλάδα του τίτλου μας. Δεν είναι συγκλονιστικό απόσπασμα, δεν περιγράφει φοβερές περιπέτειες, αντίθετα μιλάει για εντελώς καθημερινά και αντιηρωικά πράγματα.
Βρισκόμαστε στα 1951 και ο Μωυσής Μπουρλάς ξεμπαρκάρει εξόριστος στον Άι Στράτη.
Τις πρώτες μέρες δουλεύαμε σκληρά να στήσουμε τις σκηνές, να χτίσουμε ντουβαράκια γύρω-γύρω για να μη μας τις ρίχνουν οι αέρηδες, όπως στη Μακρόνησο -είχαμε κακιά πείρα- και να βοηθάμε και στο χτίσιμο των φούρνων. Το μεγάλο πρόβλημα κι εδώ ήταν το νερό, που δεν υπήρχε στον καταυλισμό, και το κουβαλούσαμε ή από τη θάλασσα ή από μακρινά πηγάδια. Από τρόφιμα ήταν πολύ δύσκολα, αγοράσαμε με πίστωση όλα τα τρόφιμα που βρήκαμε στα δύο μαγαζάκια του χωριού, είχαμε φέρει και λίγο αλεύρι από τη Μακρόνησο και ψήναμε σε σπιτικούς φούρνους ψωμί, που το μοιραζόμασταν με το γραμμάριο.
Δεν άργησαν να έλθουν τα χρήματα για την τροφοδοσία μας -μέχρι τώρα μας φρόντιζε το κράτος, ενώ από τώρα θα έπρεπε μόνοι μας να φροντίζουμε για όλα- και πήγε μια ομάδα στη Σάμο για προμήθειες. Κι εκεί στα μαγαζιά δεν βρήκαν και πολλά πράματα, αλλά από παραγωγούς στα χωριά αγόρασαν μια μεγάλη ποσότητα φασόλια.
Έγινε το μαγειρείο, στήθηκαν τα καζάνια και άρχισε το πρωινό ρόφημα και φαΐ το μεσημέρι. Τέλειωσε και το χτίσιμο των φούρνων και άρχισε η ζωή να μπαίνει σε ρέγουλα. Οργανώθηκαν συνεργεία ραφτάδων, τσαγκαράδων, κουρέων, σκουπιδιαρέων και άλλα, για να περνά η ζωή μας όσο το δυνατόν πιο άνετα. Αποχωρητήρια είχαμε χτίσει ψηλά στις παρυφές των υψωμάτων, λίγο μακριά από το στρατόπεδο, με τσουβάλια για πόρτες, γιατί έπρεπε να φυλαγόμαστε από τα μάτια των ντόπιων κοριτσιών -οι άντρες τού χωριού ξενιτεύονταν, κι αυτά μας προκαλούσαν φανερά, μπορώ να πω. Αλλά ο νόμος για τις σχέσεις μας με τις γυναίκες ήταν πολύ αυστηρός, όπως και στο αντάρτικο.
Τα φασόλια που μας φέραν άρχισαν να τα μαγειρεύουν σχεδόν κάθε μέρα, τη μια σαλάτα, την άλλη με ντομάτα, την τρίτη πηχτή, την τέταρτη σούπα ή στο φούρνο. Τα σαΐνια το άρπαξαν το γεγονός, και από το θεατρικό συγκρότημα τραγουδήθηκε το παρακάτω τραγουδάκι στο σκοπό του «Βαλεντίνα, αχ Βαλεντίνα, μικρή τσαχπίνα» κτλ.
Αχ φασουλάδα, τι νοστιμάδα
των οσπρίων είσαι η αντίκα
κι απ’ το μέλι πιο πολύ έχεις γλύκα
είτε σούπα είτε σαλάτα
είτε άσπρη ή με ντομάτα
ξεπερνάς τη μαρμελάδα,
έχεις νάζι, έχεις χάρη
των φαγιών μαργαριτάρι,
φασουλάδα – φασουλάδα!
Βρίσκω ότι η Βαλεντίνα του Γ. Μητσάκη κυκλοφόρησε σε δίσκο το 1950, αλλά όπως φαίνεται κατάφερε να μαθευτεί κι από τους εξόριστους, όσο κι αν υποτίθεται ότι το ρεμπέτικο ήταν, ας πούμε, απαγορευμένο από την καθοδήγηση (βέβαια, εδώ έχουμε μεταπολεμικό ρεμπέτικο, άρα κοινωνικό). Για το τέλος, ας θυμηθούμε και την πρώτη εκτέλεση της Βαλεντίνας με τη Μαρίκα Νίνου και σεκόντο από τον Τατασόπουλο και τον συνθέτη:



 *************************

2. Ένα βιβλίο που αφηγείται, τραγουδά και... μαγειρεύειΜουσικός περίδρομος


Photo Copyright - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΥΓΗΣ

Μια πρωτότυπη και ελκυστική προσέγγιση της γαστρονομικής ιστορίας του τόπου μέσα από ρεμπέτικα και παραδοσιακά τραγούδια επιχειρεί στο βιβλίο του «Μουσικός Περίδρομος», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Τόπος», ο αρχιμάγειρας Νίκος Φωτιάδης. Το βιβλίο περιλαμβάνει τους στίχους και μικρές ιστορίες από επιλεγμένα ρεμπέτικα και παραδοσιακά τραγούδια που αναφέρονται κυριολεκτικά ή σκωπτικά σε τρόφιμα και φαγητά, ή μέσω του φαγητού περιγράφουν άλλα θέματα και προβλήματα της καθημερινότητας. Δύο απ' αυτά τα τραγούδια, το «Ελ Ντάμπα» και το «Αχ φασουλάδα» ηχογραφούνται για πρώτη φορά στο cd που συνοδεύει την έκδοση. «Το πρώτο τραγούδι είναι σε στίχους άγνωστων Ελλήνων αιχμαλώτων στην Ελ Ντάμπα της Αιγύπτου και το δεύτερο σε στίχους εξόριστων του Άι-Στράτη", λέει ο συγγραφέας και προσθέτει: «Το «Ελ Ντάμπα» είχε ηχογραφηθεί το 1947-48 στην Αμερική από τον κιθαρωδό Γιώργο Κατσαρό (Θεολογίτη) με παραλλαγμένους στίχους και τίτλο «Μας πήγαν εξορία».
Τα τραγούδια αυτά επιλέχθηκαν διότι, πέρα από το ότι περιέχουν στους στίχους τους φαγητά, είναι κομμάτια από τη σύγχρονη ιστορία μας και τους αγώνες του λαού μας για δημοκρατία, λαοκρατία και εθνική ανεξαρτησία. Απεικονίζουν τη διαχρονικότητα του τρόπου σκέψης και της συμπεριφοράς των Ελλήνων, που, όπως αποδεικνύουν οι αρχαίες κωμωδίες, σάρκαζαν διαρκώς τα κακώς κείμενα της καθημερινότητας και της πολιτικής κατάστασης, αλλά και αυτοσαρκάζονταν. Μέσα απ' αυτή τη στάση και αντίδραση μετέτρεπαν συχνά ένα δυσάρεστο γεγονός, όσο άσχημο και να ήταν, σε τραγούδι που αφηγείτο μιαν ιστορία, απομυθοποιώντας το γεγονός ή κάνοντάς το να φαίνεται πιο εύκολο να το αντιμετωπίσουν. Έτσι και οι άνδρες και γυναίκες του ΔΣΕ στα ξερονήσια της εξορίας, όταν τους είπαν ότι δεν τους σιτίζει πια η πολιτεία που τους έφερε σ' αυτή τη κατάσταση και ότι θα πρέπει να βρουν τρόπο να προμηθεύονται μόνοι τους, με δικά τους χρήματα την τροφή τους, μάζεψαν όλοι ό,τι χρήματα είχαν και αγόρασαν αυτό που ήταν πιο φτηνό, πιο θρεπτικό και άντεχε πιο πολύ στον χρόνο. Αυτό το προϊόν ήταν τα φασόλια και κάθε μέρα σκαρφίζονταν και έναν διαφορετικό τρόπο να τα τρώνε. Για να απαλύνει την κατάσταση αυτή, η θεατρική τους ομάδα το έκανε τραγούδι πατώντας στη μουσική του «Αχ Βαλεντίνα» του Γ. Μητσάκη, όπως γράφει ο Μ. Μπουρλάς στο βιβλίο Έλληνας, Εβραίος και αριστερός».
Αντίστοιχα και στο «Ελ Ντάμπα» το τραγούδι ξεκινά με την πάλη των Ελλήνων αγωνιστών ενάντια στους Εγγλέζους, που ήθελαν για τα δικά τους συμφέροντα να ελέγξουν την πολιτική κατάσταση της εποχής, και περιγράφει στον εύθυμο ρυθμό του «Βάρκα γιαλό» το τι τράβηξαν εξορισμένοι στην Ελ Ντάμπα της Αφρικής. Είναι ένα πολύ καυστικό τραγούδι που τραγουδιόταν αργότερα από στόμα σε στόμα, με παραλλαγές στους στίχους για να μην προκαλεί τη λογοκρισία.
Το βιβλίο του αρχιμάγειρα Νίκου Φωτιάδη δεν θα μπορούσε να μην περιλαμβάνει μια σειρά από σύγχρονες συνταγές μαγειρικής που απηχούν τη λογική και τη φιλοσοφία των τραγουδιών. Συνταγές γευστικές και μυρωδάτες, με καταγωγή από περιοχές όλης της Ελλάδας που ο συγγραφέας έχει μαγειρέψει τα χρόνια της μεγάλης του διαδρομής μέσα στις κουζίνες. Συνταγές που αποδεικνύουν πως «μπροστά σε ένα τραπέζι και την ευωχία ενός καλομαγειρεμένου φαγητού ξεκίνησαν πολλές από τις πιο όμορφες ανθρώπινες ιστορίες. Εκεί τα μοιράζεσαι όλα: μυστικά, χαρές, λύπες, όνειρα, σκέψεις», όπως γράφει και ο Παναγιώτης Κουνάδης, συλλέκτης και γνωστός μελετητής του ελληνικού τραγουδιού, στον πρόλογο του βιβλίου.
Είναι πολλά τα ρεμπέτικα και σμυρναίικα τραγούδια που σύμφωνα με τον συγγραφέα εμπεριέχουν τρόφιμα ή φαγητά. Τρόφιμα όπως ο παστουρμάς, που θεωρείτο, όπως λέει, ο πιο εκλεκτός μεζές και θα έπρεπε κάθε «σεβάσμιος» νοικοκύρης να έχει στο γλέντι του. «Αχ μπαρμπουνάρα μου!» φώναζε ο ερωτοχτυπημένος άνδρας στην γυναίκα που επιθυμούσε, θέλοντας να δείξει έτσι τη μεγάλη αξία της. «Θα μου τηγανίζεις ψάρια» διαλαλούσε ο εργάτης στην καλή του, περήφανος που μπορεί με τον κόπο της δουλειάς του να αγοράζει εκλεκτές τροφές. Ρωτήσαμε τον Νίκο Φωτιάδη σε τι διαπιστώσεις κατέληξε μέσα από την συγκεκριμένη μελέτη και συγγραφή όσον αφορά τη σχέση των ανθρώπων με το φαγητό, τις συνήθειες, τα υλικά, τα μαγειρέματα, τα γούστα ενός ολόκληρου λαού για μια μεγάλη περίοδο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας που αρχίζει τα χρόνια μετά την μικρασιατική καταστροφή και φτάνει έως και τον εμφύλιο.
«Καταρχάς έμαθα πολλά για την ταραγμένη και δύσκολη εποχή εκείνης της περιόδου, από τη Μικρασιατική Καταστροφή και μετά. Έμαθα για τις αντιθέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στον ντόπιο πληθυσμό και τους πρόσφυγες, το πώς τους αντιμετώπισαν οι ντόπιοι, τι γνώμη σχημάτισαν αρχικά γι' αυτούς, πού τους έβαλαν να ζήσουν. Έμαθα για τα βάσανα που είχαν, τη μεγάλη ανεργία, πείνα και δυστυχία, που έσπρωξε αρκετούς σε συμπεριφορές όχι και τόσο ευπρεπείς, για το ότι ακριβώς λόγω της κατάστασής τους αρκετοί έμπλεξαν με τα ναρκωτικά που τουλάχιστον εκείνη την εποχή είχαν άλλη διάσταση. Έμαθα για τη γυναίκα της προσφυγιάς, η οποία ναι μεν προσπαθούσε να φτιάξει το νοικοκυριό της, να περιποιηθεί τα παιδιά της όσο μπορούσε, αλλά παράλληλα ήταν η γυναίκα που η οντότητά της υπολογιζόταν, χειραφετημένη, με τσαμπουκά, που δεν δίσταζε να διεκδικήσει τον έρωτά της, να μπει στα στέκια των αντρών και να τα κάνει μαντάρα και γενικώς να λειτουργεί όπως της άρμοζε και της αρμόζει, ως ίση προς ίσους. Όλοι μα όλοι όμως, όπως και να ήταν ο καθένας, τα βράδια μαζεύονταν στα αρχικά αυτοσχέδια καπηλειά και διασκέδαζαν τον πόνο τους με τραγούδια που έβγαιναν από την καθημερινότητά τους και πολύ σπουδαίους μικρασιάτες μουσικούς», καταλήγει.

 Ο αρχιμάγειρας Νίκος Φωτιάδης, με αφετηρία μερικά από τα πιο γνωστά "μαγειρικά" ρεμπέτικα και παραδοσιακά τραγούδια, συγκεντρώνει στον "Μουσικό περίδρομο" εύγευστες ελληνικές συνταγές που αντλούν την έμπνευσή τους από τη μουσική μας παράδοση.

Ζυμώνει χάσικο ψωμί παρέα με την άσπρη φραντζολίτσα του Μάρκου Βαμβακάρη· στήνει τσουκάλι για κακκαβιά συντροφιά με τον Γιάννη Παπαϊωάννου και τον Χαράλαμπο Βασιλειάδη· φτιάχνει με σπανάκι το αρνάκι που στέλνει ο χασάπης για να γλυκάνει τη ζωντοχήρα Ελένη του Γιοβάν Τσαούς· σβήνει μερακλίδικα με κρασί τον κεφάτο κόκορα του Βασίλη Τσιτσάνη· ετοιμάζει σιροπιαστές τουλούμπες στον ρυθμό της "Τομπουρλίκας" του Παναγιώτη Τούντα.

____________________________________________
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

* Ο "Μουσικός περίδρομος" δεν είναι ένα απλό βιβλίο μαγειρικής. Οι πρώτες εκτελέσεις των τραγουδιών που παρουσιάζονται, οι στίχοι τους αλλά και η συγκυρία που τα γέννησε, έχουν καταγραφεί με κάθε δυνατή φροντίδα και διανθίζονται με πλούσιο εικονογραφικό υλικό, ενώ η μουσική πλευρά του βιβλίου παρουσιάζεται όχι μόνο πρωτότυπη αλλά και... ενισχυμένη: Το βιβλίο συνοδεύεται από CD με επιλεγμένα τραγούδια σε σύγχρονες επανεκτελέσεις από τους Γιάννη Κότσιρα, Μπάμπη Τσέρτο, Νάντια Καραγιάννη, Πάνο Ρεντίφη, Γιώτα Λιαποπούλου, τα σχήματα "Ρεμπετιέν" και "Ρομβία" κ.ά., ώστε να μεταφέρει πλήρως στον αναγνώστη την ατμόσφαιρα που το εμπνέει. Τέλος, ηχογραφούνται για πρώτη φορά, ειδικά για την παρούσα έκδοση, τα τραγούδια "Αχ φασουλάδα", σε στίχους των εξόριστων του Άη-Στράτη, και "Ελ Ντάμπα", σε στίχους των εξόριστων του στρατοπέδου της Ελ Ντάμπα.
_______________________________________________

Δεν υπάρχουν σχόλια: