Δευτέρα, Αυγούστου 25, 2014

Tι φοβερές φυλακές΄τι κρύο και άψυχο κτίριο



ΕΡΑΝΙΣΜΑΤΑ
Το ντοκουμέντο που ακολουθεί φέρει την υπογραφή του Ανδρέα Καρκαβίτσα , πρωτοπόρου δημοτικιστή και κορυφαίου εκπροσώπου του ηθογραφικού διηγήματος, στα τέλη του 19ου αιώνα.
Αρχικά, με την ιδιότητα του γιατρού στα πλοία και από το 1896 ως ιατρού στο
στρατό ξηράς επισκέφθηκε πάρα πολλά μέρη της Ελλάδας , συλλέγοντας πληροφορίες και ερχόμενος σε επαφή με ανθρώπους του λαού, η σκληρή και βασανισμένη ζωή των οποίων τον συγκινούσε ιδιαίτερα .
Καρπός των επαφών αυτών είναι πάμπολλα κείμενα : ταξιδιωτικές εντυπώσεις, διηγήματα, νουβέλες, ,πολιτικοκοινωνικά και λαογραφικά άρθρα.
Ο Καρκαβίτσας επισκέφθηκε τη διαβόητη φυλακή βαρυποινιτών του Ναυπλίου κ
αι συγκλονίστηκε από την αθλιότητα των συνθηκών διαβίωσης των κρατουμένων. Στο ρεπορτάζ που δημοσίευσε ευθύς αμέσως στο εβδομαδιαίο περιοδικό Εστία περιγράφει , βαθιά συγκινημένος, τις εντυπώσεις του.
Το κείμενο του Καρκαβίτσα, που θα αναρτήσουμε σε συνέχειες , δίνει μια σαφέστατη εικόνα της κατάστασης στην οποία βρισκόταν το σωφρονιστικό σύστημα στην Ελλάδα, στα τέλη του 19ου αιώνα.

Σκοπός του συστήματος αυτού δεν ήταν η τιμωρία των εγκληματιών και η επανένταξή τους στην κοινωνία μετά την έκτιση της ποινής τους , αλλά η πλήρης και μέχρι εκμηδενισμού καταρράκωση της προσωπικότητάς τους.
Οι φυλακισμένοι του Μιλτιάδη δεν αντιμετωπίζονταν ως άνθρωποι αλλά ως υπάνθρωποι . Η μεταχείριση αυτή συγκίνησε βαθύτατα τον εικοσιεπτάχρονο
συγγραφέα και τον ώθησε να γράψει το γεμάτο συμπόνια
για τα φυλακισμένα ερείπια της ζωής.
Η μεταγραφή του κειμένου έγινε από τον συντάκτη του Blog , που διατήρησε τους ορθογραφικούς κανόνες του Καρκαβίτσα ως τεκμήριο της γλωσσικής ταυτότητας ενός εκ των πρωτοπόρων δημοτικιστών.
Για λόγους τεχνικούς, τα πνεύματα και οι τόνοι παραλείφθηκαν.
Ανδρέα Καρκαβίτσα
ΑΙ ΦΥΛΑΚΑΙ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
[περιοδικό ΕΣΤΙΑ, τχ.16, 1892, σελ.241-245]
 
ΜΕΡΟΣ 2ο

  Α. Καρκαβίτσα, " Μιλτιάδης" , αι φυλακαί του Ναυπλίου ( Εστία,1892) Μέρος 2ο.

Εστάθην να ερωτήσω τον εαυτόν μου. Μ' εντροπήν μου τ' ομολογώ ότι η καρδιά μου είνε πατσαβούρα. Ούτε εύκολα συγκινείται ούτε εύκολα θλίβεται. Όπου και αν ευρεθή μένει πάντοτε ωσάν την πλάκα κρύα, που δέχεται ατάραχη το χαλάζι του χειμώνα και τον ήλιο του καλοκαιριού΄της άνοιξης την υγρή πνοή και τα μαραμένα φύλλα του φθινοπώρου, χωρίς ούτε να ραγισθή ποτέ ούτε να χορταριάση. Μα φαίνεται τόσο θλιβερή ήτο η εικόνα που είχα εμπρός μου ώστε κι' αυτή συμπόνεσε.
- Όχι, είπα΄ευχαριστώ.
Κ' έφυγα σύνωρα μακρυά με ανατριχίλα και φόβο, μήπως με πάρουν διά της βίας και με χώσουν εκεί.
*Όμως έπειτ' από ολίγο η καρδιά μου αφήκε τες παιδιάτικες αυτές αδυναμίες. Μέσα εις το Ναύπλιον όπου εγύριζα κ' έσφιγγα το χέρι του Αμοιραδάκη κ' εδοκίμαζα το πικρό ψωμί των καταδίκων του Βουλευτικού, και άκουγα αδάκρυτος τα φουσκωμένα λόγια των θεατρίνων του Τζαμιού, τα ερωτικά τερτίπια και τα ξυλοκοπήματα του Στοιχειού, κ' έβλεπα αλλοίμονο! τα περασμένα νειάτα της κυρά Γλυκερίας, ήλθα πάλιν εις τον εαυτόν μου. Η πλάκα έγεινε πάλι πλάκα. Και η δίψα μονάχα , η δίψα να ιδώ και να τ' ακούσω όλα, ό,τι ήτο και ακόμη ό,τι δεν ήτο εύκολο, μ' εκυρίευσε με διαβολική ενέργεια. Διατί τάχα μόνον να τους ιδώ; Διατί να μην ομιλήσω και με τον Σπανό και με τον Ντερβίση και με τους άλλους κακούργους. Να μην ιδώ πώς ζουν, τι τρώγουν, πώς κοιτάζονται;
Το επήρα απόφασι και μίαν αυγή ετράβηξα ίσα διά το Παλαμήδι. Ανέβην πάλι τα σκαλοπάτια του, κ' ευρέθηκα εις του Μιλτιάδη.
-Καλώς ώρισες΄έλ' απάνου΄μου φώναξεν ο αξιωματικός.
- Όχι΄θαμπώ μέσα.



Δεν ήθελα να πάγω εις την γέφυρα από φόβο μήπως πάθω τα ίδια. Ένας σκοπός μ' άνοιξε μία χονδρή θύρα και την εμαντάλωσε πίσω μας.
Αλλά δεν ήμουν εις την αυλή παρά εις τον τοίχο, μέσα εις τα σωθικά του τοίχου, ανάμεσα εις δύο θύρες σιδερένιες. Βαθύ σκοτάδι΄νέκρα και κρύο΄τάφος σωστός! Αλλοίμονο κι' αν έμενα μίαν ώρα μοναχός εκεί μέσα! Τι θέλετε παραμύθια; να τα σπίτια της Λάμιας που είχε δασκαλεμένες τες θύρες της και άμα επάταγε το κατώφλι τους κανένας άμοιρος διαβάτης, έκλειναν μονάχες σύνωρα, σαν σαγονιές φοβερού θεριού κ' η Λάμια τους εμαρμάρωνεν. Ο Μιλτιάδης είνε φοβερώτερη Λάμια΄δεν τους μαρμαρώνει εκείνους που πέσουν εις τα βρόχια του΄τους ρουφά αργά αργά το αίμα ΄τους σκάφτει σαν επίβουλο σαράκι τα κόκκαλα, τους λύνει ένα ένα τους αρμούς΄τους παίρνει το φως, τα νειάτα , την υγεία και εις το τέλος ή τους δίνει εις τα χέρια του Αμοιραδάκη, είτε τους ρίχνει πάλιν εις τον κόσμο, άνοστα πλέον κουφάρια!
Ως τόσο άνοιξε η άλλη θύρα κ' εβγήκα έξω εις την αυλή. Με το πρώτο βήμα εστάθηκα κ' έρριξα βλέμμα περίγυρα. Με όλη μου την απάθεια ενόμισα πως δεν ήμουν μέσα εις τους συνόμοιους μου παρά εις άλλους είδους ανθρώπους. Και όμως δεν ήσαν παρά σωστοί άνθρωποι όπως εμείς, όπως εκείνοι που έχομε καθημέρα πλάγι μας, που συντυχαίνομεν εις κάθε δρόμο. Και κάπου μακρυά μαλλιά, κάπου μεγάλα μουστάκια και γένεια. Αλλά ούτε άγρια πρόσωπα, ούτε ματωμένα χέρια , ούτε κόκκινα μάτια. Και όμως όλοι είχαν κάμει ληστείες, σκωτομούς, μύρια κακά! ερήμαξαν σπίτια, ωρφάνεψαν παιδιά, έντυσαν γυναίκες εις τα μαύρα! Και τόρα εγύριζαν εκεί μέσα με σκοτωμένο χρώμα όλοι, με κόκκινα ματόφυλλα και άσπρα μάτια, με λερά ρούχα , ανήμποροι και αθάρρετοι.
-Γειά σου΄είπα εις τον πρώτο που ευρέθηκε κοντά μου και του άπλωσα το χέρι.
- Γειά σου΄μου είπε κι' αυτός κ' έπιασε το χέρι μου , ανόρεξα.
-Πώς σε λεν;
- Βαγγέλη. Και μου χαμογέλασεν.
Από το όνομα και το ταπεινόν εξωτερικό του εσχημάτισα αμέσως την ιδέαν ότι θα ήτο κανένας απ' εκείνους οι οποίοι από στραβού διαβόλου σκοτόνουν και φυλακίζονται κ' ήμουν έτοιμος ν' αναζητήσω άλλον.
- Είν' ο Σπανός΄μού εσφύριξεν άξαφνα εις το αυτί άλλος φυλακισμένος.


Και τω όντι ήτον αυτός ο Σπανός, ο οποίος από τα 54 άρχισε τες ληστείες του, πρώτα με άλλους, έπειτα με τον Νταβέλη, κ' ύστερα έκαμε ιδικό του μπουλούκι κ' έπραξε τόσα εις όλην την Ρούμελη και άλλα τόσα μολογούνται εις όλην την Ελλάδα. Όμως άλλον τον φαντάζεται κανείς και άλλον τον βλέπει΄φαίνεται από τα 74 όταν αμνηστεύθη από τους τούρκους εφρονίμεψε, υπανδρεύθη και ησύχαζεν , όπως και όλοι οι άλλοι. Αλλά και αυτόν και τους άλλους μίαν ημέραν, άδικα και παράλογα τους συνέλαβαν αι αρχαί μας και τους έκλεισαν εκεί και ωρφάνεψαν πάλιν τας νέας οικογενείας των, έτσι δίχως καμμίαν αιτία, παρά όπως χαλούν τες φωλιές των αγριμιών από φόβο μήπως ξαναγυρίσουν!
Ο Σπανός μ' έμπασεν εις το κελί του, είς έν' από τα πέντε δωμάτια τα οποία έχει η αυλή και εις τα οποία κοιτάζονται από εικοσιπέντε τριάντα φυλακισμένοι. Τα δώματα είναι στενά και μακρυά με καμαρωτήν οροφή, με τοίχους μαύρους και ξυλοστρωμένον έδαφος. Εμπρός εις την θύρα είνε δύο βαρέλια με νερό τα οποία τους γεμίζουν από κάτβ μία φορά την ημέραν. Εις την μέσην των τοίχων καρφωμένα είτε δεμένα με σχοινιά είναι κουτιά ξύλινα όπου αποθέτουν τα ρούχα τους. Εις την μία γωνιά ένα παληχράμι ριχμένο κρύβει την βρωμερή βούτα΄σιμά της χάμω ξαπλωμένοι πέντε δέκα κατάδικοι παίζουν τα ζάρια' εμπρός 'ς την θύρα δύο άλλοι κόβουν και ράβουν και σιδερώνουν, επιδιορθώνοντες με μικρή πληρωμή τας στολάς των στρατιωτών. Εις την γωνιάν επάν' απ' το στρογγυλό παραθύρι δύο εικονίσματα με μια φουντίτσα βάγια ξερά, μένουν άφωνοι αλλά καλοί μάρτυρες της γύμνιας , της βρώμας και της φρικτής ταλαιπωρίας των τόσων εκεί ανθρωπίνων υπάρξεων. Να τα ευλαβούνται άρα γε αυτά οι κατάδικοι; Ω ναι, μυριάκις ναι΄διότι μόνοι των τα επρομηθεύθησαν. Πόσες φορές να εκοιμήθησαν με τα μάτια του νου και της ψυχής προσηλωμένα εις τα ιλαρά πρόσωπά των! Πόσες φορές να εμπιστεύθησαν την ζωήν, τας ελπίδας, τα όνειρά των, όλα των τα μυστικά εις εκείνα μονάχα, αφού δεν έχουν κανένα άλλον! Ποιος το ξεύρει; Πολλές φορές όμως το έκαμαν. Τόσα καλά να μου χαρίση ο Θεός!...
***


Επήγα κ' εγύρισα όλα τα δώματα. Παντού η ίδια θλιβερά εντύπωσις. Επήγα και εις το παραθύρι των κρατουμένων εις τον Αράπη. Ήλθαν και οι τρεις εμπρός΄τρεις λεβέντες με μαύρα μαλλιά και γένεια, έως τριάντα τριανταπέντε χρονών καθένας΄ήσαν ψηλοί μελαχρινοί, Μανιάτες , φυλακισμένοι διά τα αυστηρά της πατρίδος των έθιμα. Και αν μείνουν ένα μήνα μέσα εκεί πάνε και μαύρα μαλλιά και νειάτα και λεβεντιά΄παράκαιρα θα γεράσουν, οι δύστυχοι! Αν ο Μιλτιάδης όλος είνε Λάμια, εκείνη εκεί η άκρη του είνε το φρικτό δώμα που είχε η ανθρωποφάγα Κυρά εις το σπίτι της, ψηλά εις τον οντά, γεμάτο ξουράφια και καρφιά και νιστέρια, όπου εγίνοντο λιανά κομμάτια οι άσπονδοι εχθροί της.
Δέκα βήματα μέσα δεν ημπορούν να κάμουν εις τον Αράπη. Πρώτα θ' απαντήσουν λάσπες, έπειτα νερά κ' έπειτα άνοιγμα βαθύ σκοτεινό, και κάτω λίμνη νερού που σταλάζει χειμώνα καλοκαίρι μέσ' από τα πλευρά του βράχου. Και δεν φθάνει ό,τι τους κάμνει η φύσις΄οι άνθρωποι έγειναν χειρότεροι. Μισό το ψωμί τους, λιγώτερο το νερό τους, κόψιμο το ψωμοεπίδομα, το οποίον δίνουν κάθε μήνα εις τους καταδίκους. Πού θα κοιτασθούν, πώς θα πλυθούν, πώς θα ξεμουδιάσουν; Ξέρω κ' εγώ. Ποιος φροντίζει δι' αυτά τα τέρατα; Διατί να πιασθούν;
Αλλά και πώς να μη πιασθούν, λέγω κ' εγώ. Είνε μάλιστα ν' απορή κανείς πώς καμμιά ημέρα δεν αποφασίζουν, όλοι μαζί μ' ό,τι έχει καθένας να πετσοκοπούν συνατοί τους, να πετάξουν τοιαύτη ζωή κατάμουτρα όλων των αρμοδίων του ανθρωπισμού των. Τόρα απεδείχθη φως φανερόν η μεγάλη αλήθεια. Ο άνθρωπος δεν πλάττεται κατά τη μάνα και τον πατέρα του. Ο τόπος μέσα εις τον οποίον ζη΄ο αέρας , ο ήλιος, ο ουρανός, η αρμονία , τα χρώματα , πάσα κουβέντα και κάθε κελάδημα, όλος ο ορατός και αόρατος κόσμος που είνε περίγυρα, αυτός του βάζει την ανάλογη σφραγίδα εις το πρόσωπό του. Και όχι εις το πρόσωπό του μόνον αλλά και εις το αίμα και εις τα νεύρα και εις αυτήν την ψυχή του ακόμη. Τι νεύρα λοιπόν και τι ψυχή ζητείτε καλήτερη από ανθρώπους που χρόνια ολόκληρα δεν έχουν παρά επάνω στο κεφάλι τους τες λόγχες των στρατιωτών, γείτονά τους τον Αμοιραδάκη, επιστάτη τους κλέφτη και πουθενά θεό; Όποιον μεγαλόκαρδο και αν βέλετε εκεί μέσα ο αυτός και χειρότερος θα γένη. Ο Χριστός , τρομώ και λέω, αν έμεν' ένα ξάμηνο εκεί, βέβαια θα ξέχανε το "αγαπάτε αλλήλους".

*
[συνεχίζεται...]

Δεν υπάρχουν σχόλια: