Πέμπτη, Φεβρουαρίου 16, 2012

ΧΤΙΖΩ-ΧΤΙΣΤΗΣ



χτίζω [xtízo] -ομαι & κτίζω [ktízo] -ομαι P2.1 : ANT γκρεμίζω. 1α. υψώνω επάνω στο έδαφος μια κατασκευή, χρησιμοποιώντας διάφορα οικοδομικά υλικά, όπως π.χ. πέτρα, τσιμέντο, τούβλα κτλ.: O εργάτης / ο οικοδόμος χτίζει έναν τοίχο / ένα σπίτι. Γέφυρα χτισμένη με πέτρα. || Tα πουλιά χτίζουν τις φωλιές τους. ΦP ~ στον αέρα*. ~ (πύργους) στην άμμο*. β. αναλαμβάνω με ομάδα ειδικών εργατών να χτίσω κτ.: Aυτός ο εργολάβος έχτισε πολλές πολυκατοικίες. || (για πολιτικό μηχανικό ή αρχιτέκτονα) κάνω τα σχέδια και επιβλέπω μια κατασκευή. γ. αναθέτω σε κπ. να χτίσει για λογαριασμό μου: Θα χτίσω ένα σπίτι στην εξοχή. Tο κράτος έχτισε καινούρια σχολεία. δ. (παθ.) για έκταση γης όπου χτίζονται οικοδομές: Tο διπλανό μας οικόπεδο θα χτιστεί. Tα τελευταία χρόνια η Aθήνα χτίστηκε απρογραμμάτιστα. 2. κλείνω με τοίχο ένα άνοιγμα: ~ την πόρτα / το παράθυρο. || ~ κπ. ζωντανό, φράζω τις εξόδους του χώρου όπου βρίσκεται κλεισμένος. 3. ιδρύω πόλη: Oι Mεγαρείς έχτισαν το Bυζάντιο. H Aλεξάνδρεια χτίστηκε από το Mέγα Aλέξανδρο. 4. (μτφ.) εργάζομαι συστηματικά για να δημιουργήσω κτ.: Θέλουμε να χτίσουμε έναν καλύτερο κόσμο, να οικοδομήσουμε. Mε τη σωστή διατροφή χτίζουμε ένα γερό οργανισμό. [1, 2: μσν. χτίζω < αρχ. κτίζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt]· 3: λόγ. < αρχ. κτίζω· 4: λόγ. σημδ. αγγλ.(;) build· λόγ. < αρχ. κτίζω].

Λεξικό Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη.

                                   Fernand Leger (1889-1955): "Οι χτίστες", 1950.
  ************************************

Κ. Π. Καβάφης
  (1863-1933)

 Κτίσται

Η Πρόοδος οικοδομή είναι μεγάλη — φέρει
καθείς τον λίθον του· ο εις λόγους, βουλάς, ο άλλος
πράξεις — και καθημερινώς την κεφαλήν της αίρει
υψηλοτέραν. Θύελλα, αιφνίδιός τις σάλος

εάν επέλθη, σωρηδόν οι αγαθοί εργάται
ορμώσι και το φρούδον των υπερασπίζοντ’ έργον.
Φρούδον, διότι καθενός ο βίος δαπανάται
υπέρ μελλούσης γενεάς, κακώσεις, πόνους στέργων,

ίνα η γενεά αυτή γνωρίση ευτυχίαν
άδολον, και μακράν ζωήν, και πλούτον, και σοφίαν
χωρίς ιδρώτα ποταπόν, ή δούλην εργασίαν.

Aλλ’ η μυθώδης γενεά ουδέποτε θα ζήση·
η τελειότης του αυτή το έργον θα κρημνίση
κ’ εκ νέου πας ο μάταιος κόπος αυτών θ’ αρχίση.

(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)
************************************
 
The Builders
by Henry Wadsworth Longfellow
(1807-1882)
(Από τη συλλογή : "The Seaside and the Fireside", 1850.

All are architects of Fate,
Working in these walls of Time;
Some with massive deeds and great,
Some with ornaments of rhyme.

Nothing useless is, or low;
Each thing in its place is best;
And what seems but idle show
Strengthens and supports the rest.

For the structure that we raise,
Time is with materials filled;
Our to-days and yesterdays
Are the blocks with which we build.

Truly shape and fashion these;
Leave no yawning gaps between;
Think not, because no man sees,
Such things will remain unseen.

In the elder days of Art,
Builders wrought with greatest care
Each minute and unseen part;
For the Gods see everywhere.

Let us do our work as well,
Both the unseen and the seen;
Make the house, where Gods may dwell,
Beautiful, entire, and clean.

Else our lives are incomplete,
Standing in these walls of Time,
Broken stairways, where the feet
Stumble as they seek to climb.

Build to-day, then, strong and sure,
With a firm and ample base;
And ascending and secure
Shall to-morrow find its place.


Thus alone can we attain
To those turrets, where the eye
Sees the world as one vast plain,
And one boundless reach of sky.
*************************


  Joseph Mallord William Turner"Dido building Carthage"1815.
*********************************************

Δεν υπάρχουν σχόλια: