Τετάρτη, Ιανουαρίου 20, 2010

ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ



Επέστρεψα στο σπίτι με την ελπίδα ότι το αλκοόλ που κατανάλωσα στο μπαρ με την παρέα θα με βοηθούσε να κοιμηθώ λιγάκι . Λογάριαζα όμως χωρίς τον ξενοδόχο . Ενώ το σώμα ζητούσε απεγνωσμένα ξεκούραση , το μυαλό δούλευε ακατάπαυστα , έπλαθε βασανιστικές υποθέσεις για τα αίτια της απουσίας της Α.
Ξημερώματα εγκατέλειψα τη μάχη και άναψα απελπισμένος το φως.
Άπλωσα το χέρι και πήρα από το κομοδίνο τον Γκαίτε. Αυτό ήταν!
Η νύχτα της Βαλπουργίας, οι μάγισσες , τα τέρατα, τα άσεμνα συμπλέγματα, οι δήμιοι που φορούν μαύρες κουκούλες αποδείχθηκαν παραδόξως άριστα υπνοφόρα, έκαναν σύντομα τα βλέφαρα να βαρύνουν . Η δαιμονική φιγούρα του Μεφιστοφελή περιδιάβαινε στο μυαλό μου , φέρνοντας τα θεία δώρα του ύπνου και στις πιο απρόσιτες περιοχές του εγκεφάλου.
Βυθίστηκα ηδονικά στα σκεπάσματα .
*
Κλείνοντας όμως τα μάτια πέρασα σε μιαν αλλόκοτη κατάσταση. Είχα την εντύπωση ότι ακροβατούσα στις όχθες ενός περίεργου βύθου. Περιφερόμουν σε ένα ερειπωμένο σπίτι του 18ου αιώνα. Τα βήματά μου με αντηχούσαν σ’ έναν αφύσικα μακρύ διάδρομο. Στους τοίχους κρέμονταν αραχνιασμένα πορτρέτα βλοσυρών ανθρώπων, που φορούσαν μαύρα ρούχα με πελώρια άσπρα μπλαστρόν . Σταμάτησα μπροστά σε μια πόρτα στο βάθος. Έστριψα το χερούλι. Βρέθηκα σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο, σ΄ένα χώρο που ήμουν βέβαιος ότι τον είχα ξαναδεί . Δεν ήμουν μόνος. Μια γυναίκα καθόταν σε μια καρέκλα μπροστά σ΄ορθάνοιχτο παραθύρι. Αριστερά τηςένα τραπέζι κατάφορτο από βιβλία . Δεξιά της ένα κρεβάτι. Τα βαριά παραπετάσματά του παραθύρου ήταν τραβηγμένα.Έξω το ολόγιομο φεγγάρι είχε προβάλει μέσα από τα σύννεφα και έριχνε το ασημένιο του φως στο ποτάμι. Η πλάτη της γυναίκας γυμνή ως τη μέση , στραφτάλιζε παράξενα η ροδαλή σάρκα της . Πάνω στο περβάζι του παραθύρου ακουμπισμένο ένα βιβλίο.

Δε με είχε αντιληφθεί. Κοιτούσε την πανσέληνο , που ταξίδευε στ΄ανάερα σύννεφα . Ξαφνικά το κεφάλι της φωτίζεται από ένα άλικο φως και αρχίζει να στριφογυρίζει γύρω από τον άξονά του . Βλέπω το πρόσωπο της να παίρνει σε κάθε περιστροφή το σχήμα άλλοτε της Α. και άλλοτε της Αν.
Είμαι καρφωμένος στη θέση μου φρικιώντας από το απόκοσμο θέαμα, όταν ξαφνικά ένα φτερωτό πλάσμα περνά μέσα από το τζάμι και προσγειώνεται μπροστά της. Ένα γυμνό παιδάκι , ένας στρουμπουλός ερωτιδέας! Αντί για τόξο, κρατά με τα δυο του χέρια μία τεράστια σπάθα. Στην επιφάνειά της διακρίνεται σκαλισμένη η φράση : Ηodie mihi, cras tibi… Ο ερωτιδέας κοιτάζει τη ρεμβάζουσα γυναίκα . Στη θέση των οφθαλμών του δύο πυρακτωμένα κάρβουνα. Πλησιάζει και σηκώνει τελετουργικά τη σπάθα πάνω από την αμέριμνη κεφαλή της. Μαντεύοντας τις προθέσεις του με πλημμυρίζει ένα κύμα τρόμου. Προσπαθώ να την προειδοποιήσω για το επερχόμενο τέλος , αλλά δε βγαίνει ήχος από το στόμα μου. Το απαίσιο όργανο διαγράφει μια μεγαλοπρεπή τροχιά και πέφτει πάνω στον τρυφερό λαιμό. Πριν το κεφάλι πέσει στο πάτωμα, το φτερωτό παιδί, με μια χαριτωμένη κίνηση, το πιάνει από τα μαλλιά . Κάνει ύστερα ένα ακροβατικό πήδημα και περνά μέσα από το κλειστό παράθυρο. Εξαφανίζεται κρατώντας το ματωμένο κεφάλι. Τρέμοντας παρατηρώ το ακέφαλο σώμα , που παραμένει ακίνητο στην καρέκλα, στραμμένο πάντα προς το χαμογελαστό φεγγάρι…
*
Hodie mihi, cras tibi . Σήμερα εμένα , αύριο εσένα ! Μια από τις παροιμιώδεις λατινικές φράσεις , που μας έβαζε να αποστηθίζουμε ο φιλόλογός μας προ αμνημονεύτων χρόνων στο Λύκειο. Τι, στο καλό, ξεπήδησε μέσα στο όνειρο; Και πού είχα ξαναδεί την εικόνα με τη γυναίκα και την πανσέληνο;
Σηκώθηκα απ΄το κρεβάτι βαρύθυμος κι ετοίμασα ένα διπλό ελληνικό. Το κεφάλι μου ήταν νταούλι από το κακοΰπνι. Ετοιμάστηκα μηχανικά για τη δουλειά . Έβαλα τα έγγραφα και τις σημειώσεις μου στη τσάντα , αναζητώντας τα κλειδιά μου.

Τη στιγμή όμως που άνοιγα την εξώπόρτα , μια αστραπή φώτισε το μυαλό μου. Αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη, όρμησα στη βιβλιοθήκη. Έψαξα με πυρετώδεις κινήσεις τα ράφια με τα βιβλία τέχνης.Βρήκα , επιτέλους, τον ογκώδη τόμο με τον τίτλο Η έσω ζωή . Στη σελίδα 163 ανακάλυψα το θησαυρό που γύρευα. Ο πίνακας του Γιόχαν Πέτερ Χάσενκλέβερ με τον τίτλο: Η αισθηματίας!Ο πίνακας που είχα δει συνοδεύοντας την Α. και την Αν. στην πινακοθήκη του Ντ. πριν από μερικά χρόνια. Είχαμε σταθεί ώρα μπροστά του , παρακολουθώντας την ανάλυσή του στα αγγλικά από μία ξεναγό σ΄ ένα γκρουπ τουριστών από την Ισπανία. Είχε επισημάνει πως το κορίτσι που ρεμβάζει μπροστά στο παράθυρο ήταν κοινό θέμα στη ρομαντική ζωγραφική του δέκατου ένατου αιώνα , ότι ένας άλλος ζωγράφος , ο Γκασπάρ Νταβίντ Φρίντριχ, ο οποίος ήταν και ο μετρ του είδους, είχε ζωγραφίσει δεκάδες τέτοιες φιγούρες, και πως το ανοιγμένο βιβλίο πάνω στο περβάζι είναι ο Βέρθερος του Γκαίτε, βιβλίο που, σύμφωνα με τις παιδαγωγικές αντιλήψεις της εποχής, ανήκε στα βλαβερά αναγνώσματα για τις ευαίσθητες γυναικείες ψυχές…
Σηκωσα το κεφάλι και χαμογέλασα . Αυτό ήταν: κοιμήθηκα με το Φάουστ και ξύπνησα με το Βέρθερο ! Ο εφιάλτης είχε βγάλει στην επιφάνεια του μυαλού μου τον πίνακα ενός ρομαντικού ζωγράφου! Ποιος αβυσσαλέος δαίμονας ανακάτεψε σ’ αυτήν την απωθημένη εικόνα τα δυο πιο αγαπημένα πλάσματα της ζωής μου; Και γιατί θυσίασε το ένα από τα δύο;Μήπως ήθελε να με προειδοποιήσει για κάτι;

Δεν υπάρχουν σχόλια: